στιβεια

στιβεια
    στιβεία
    στῐβεία
    ἥ отыскивание следов, выслеживание Diod.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "στιβεια" в других словарях:

  • στιβεία — στιβείᾱ , στιβεία treading fem nom/voc/acc dual στιβείᾱ , στιβεία treading fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στιβεία — και στειβία και επ. τ. στιβίη, ἡ, Α 1. πάτημα 2. βάδισμα, περπάτημα 3. οδός, δρόμος («στίβος, ἡ ὁδός στιβεία τὸ αὐτό», Ηρωδιαν.) 4. ανίχνευση με κυνηγετικούς σκύλους, ιχνηλασία («φασιν... ἄρκυσιν ἑλεῑν οἰ δέ, διὰ τῆς στιβείας χειρώσασθαι… …   Dictionary of Greek

  • στιβείας — στιβείᾱς , στιβεία treading fem acc pl στιβείᾱς , στιβεία treading fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στιβειᾶν — στιβεία treading fem gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στειβία — ἡ, Α βλ. στιβεία …   Dictionary of Greek

  • στιβίη — ἡ, Α βλ. στιβεία …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»